- συγκασιγνήτη
- συγ-κασιγνήτη, Mitschwester
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συγκασιγνήτη — own sister fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκασιγνήτη — ἡ, Α αδελφή από τους ίδιους γονείς, αυταδέλφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κασιγνήτη / κασίγνητος «ομοπάτριος αδελφή»] … Dictionary of Greek
σύγκασις — άσεως, ἡ, Α συγκασιγνήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κάσις «αδελφός, αδελφή»] … Dictionary of Greek